- Ταυρειών
- -ῶνος, ὁ, Αβλ. Ταυρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυρείων — ταύρειος of bulls fem gen pl ταύρειος of bulls masc/neut gen pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυρών — και Ταυρειών και Ταυρεών, ῶνος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια, στη Μίλητο και στην Κύζικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + επίθημα ών που απαντά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Κουρε ών, Ληναι ών)] … Dictionary of Greek